Home > Όροι > Bosnian (BS) > inovacija
inovacija
The process of introducing new elements into a culture through either discovery or invention.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup
rumenilo
Obično breskvasto ili ružičasto isticanje, koristi se za stvaranje prirodnih ružičastih obraza. Primijenjen pravilno, rumenilo može stvoriti osvježeni ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)