Home > Όροι > Bosnian (BS) > otpornost

otpornost

Property of a conductor that determines the current produced by a given difference of potential. The ohm is the practical unit of resistance.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
  • Category: Capacitors
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Haris Kadric
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (lični video rekorder)

A generic term for a device that is similar to a VCR but records television data in digital format as opposed to the VCR's analog format. PVRs have ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Daisy

Κατηγορία: Animals   4 1 Όροι

Top Car Manufacture company

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι