Home > Όροι > Bosnian (BS) > bogatstvo
bogatstvo
An inclusive term encompassing all of a person's material assets, including land and other types of property.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting
Mona Liza
The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)
Telecom equipment(3) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Biochemistry(4818)
- Genetic engineering(2618)
- Biomedical(4)
- Green biotechnology(4)
- Blue biotechnology(1)