Home > Όροι > Bosnian (BS) > bogatstvo

bogatstvo

An inclusive term encompassing all of a person's material assets, including land and other types of property.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vesna Kovacevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

produkt učenja

Knačni rezultati procesa učenja; ono što je naučeno.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test_blossary

Κατηγορία: Business   1 1 Όροι

Education Related

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι