Home > Όροι > Galician (GL) > bitácora

bitácora

Web log.  Used as a noun or verb.  An online diary or column maintained by an individual.  Blogs generally contain commentary,  but may also contain graphic images, videos, or descriptions of events. 

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ιντερνετ
  • Category: Social media
  • Company: Facebook
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

DiegoDGarcia
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Κουλτούρα Category: Ανθρωποι

Patrimonio Mundial da UNESCO

Un sitio recoñecido coma Patrimonio Mundial pola UNESCO é un lugar ou monumento que destaca pola súa especial importancia cultural ou física. Pode ser ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Baking

Κατηγορία: Food   1 2 Όροι

iPhone 6

Κατηγορία: Τεχνολογία   7 42 Όροι