Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
εκτέλεση
Legal services; Γενική νομική
Εφαρμογή μιας πολιτικής αγωγής μετά από κρίση, π.χ. τη συλλογή πρόστιμα. Εάν δεν τηρείται η σειρά, μπορεί να γίνει ...
ενόρκων
Νομική; Γενική νομική
a κριτικής επιτροπής από δώδεκα σε είκοσι τρία πρόσωπα ακούω αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται από έναν κατήγορο να αποφασίσετε αν υπάρχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να στείλει κάποιον σε ...
φυσική απόδειξη
Legal services; Γενική νομική
Αποδεικτικά στοιχεία ότι μπορεί να τις αγγίζει, ονομάζεται επίσης ενσωμάτων ή Επιδεικτικές αποδεικτικά στοιχεία και συνήθως ως μια φυσική ...
ο ενάγων
Νομική; Γενική νομική
Ανάλογα με το μέρος που προετοιμάζει το δίκαιο, το μέρος που τις αρχικές απαιτήσεις ή ισχυρισμούς, που αποκαλούμε ως ...
προσωπική υπηρεσία
Νομική; Γενική νομική
Υπηρεσία των νομικών εγγράφων από ένα άτομο σε αντίθεση με μια εταιρεία, επιχειρήσεων ή registered agent ονομάζεται ως προσωπική ...
αίτηση για εισδοχή
Legal services; Γενική νομική
Γραπτή δήλωση ότι ο ανακόπτων πρέπει να δέχονται ή να αρνηθείτε ενόρκως. Αποτυχία να απαντήσει εντός μιας καθορισμένης προθεσμίας σημαίνει ότι η δήλωση θεωρείται, γίνονται ...
σταθμοσκόπησης της κριτικής επιτροπής
Νομική; Γενική νομική
Ζητώντας από κάθε ένορκος χωριστά, για να αναφέρει τι αυτός ή αυτή θεωρεί την έκβαση της υπόθεσης θα πρέπει να είναι, και είναι αποκαλείται ως σταθμοσκόπησης της κριτικής επιτροπής. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
SingleWriter
0
Όροι
3
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Options and Corporate Finance
Dan Sotnikov
0
Όροι
18
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί