Home > Όροι > Galician (GL) > órgano
órgano
Wind instrument in which air is fed to the pipes by mechanical means; the pipes are controlled by two or more keyboards and a set of pedals.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Μουσική
- Category: General music
- Company: Sony Music Entertainment
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
producto de aprendizaxe
End result of a process of learning; what one has learned.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)