Home > Βιομηχανία/Τομέας > Building materials > Concrete
Concrete
Referring to an artificial, stonelike material used for various structural purposes, that is made from the drying and hardening of cement.
Industry: Building materials
Προσθήκη νέου όρουContributors in Concrete
Concrete
κόσκινο
Building materials; Concrete
Ένα μεταλλικό φύλλο ή πλάκα, συρμάτινα πλέγματα, ή παρόμοια συσκευή, με τακτικά χωρισμένων κατά διαστήματα ανοίγματα του ομοιόμορφου μεγέθους, τοποθετημένο σε ένα κατάλληλο πλαίσιο ή κατόχου για ...
απόδοση
Building materials; Concrete
Το ποσό του σκυροδέματος που παράγεται από ένα συγκεκριμένο συνδυασμό των υλικών, το συνολικό βάρος των συστατικών που διαιρείται με το βάρος της μονάδας εμπεριεχομένου? επίσης, ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ κυβικά ...
εργασιμότητα
Building materials; Concrete
Η ευκολία με την οποία ένα δεδομένο σύνολο υλικών μπορούν να αναμιχθούν σε συγκεκριμένες και στη συνέχεια διακινούνται, μεταφέρονται, να τοποθετηθεί και να τελειώσει με μια ελάχιστη απώλεια της ...
μέσα μείωσης νερού
Building materials; Concrete
Ένα υλικό που αυξάνει τη λειτουργικότητα του πρόσφατα μικτή κονίαμα ή σκυρόδεμα χωρίς αύξηση της περιεκτικότητας σε νερό, είτε διατηρεί εργασιμότητα με μειωμένο ποσό των υδάτων· η επίδραση αυτή είναι ...
δόνηση
Building materials; Concrete
Ενεργητικός διέγερση εμπεριεχομένου κατά την τοποθέτηση από μηχανικές συσκευές, είτε πνευματικό ή ηλεκτρικό, που δημιουργούν Δονητικές παρορμήσεις του μέτρια υψηλής συχνότητας που βοηθούν σε ...
αδιάβροχος
Building materials; Concrete
Ένα υλικό ή την επιφάνεια που είναι αδιαπέραστα ή ανεπηρέαστο από νερό σε υγρή μορφή του? θα αποκρούουν το νερό σε υγρή μορφή του, αλλά μπορεί να μην είναι ...
ποσοστό νερού- τσιμέντου
Building materials; Concrete
Η αναλογία του ποσού του νερού, αποκλεισμένης που απορροφάται από τα μακροοικονομικά μεγέθη, να την ποσότητα του τσιμέντου σε ένα συγκεκριμένο μίγμα. Συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό του νερού, κατά ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί