Home > Όροι > Croatian (HR) > potpuno siromaštvo
potpuno siromaštvo
A standard of poverty based on a minimum level of subsistence below which families should not be expected to exist.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup
rumenilo
Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
The 11 Best New Games For The PS4
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 11 Όροι
Browers Terms By Category
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)