Home > Όροι > Croatian (HR) > rumenilo

rumenilo

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal care products
  • Category: Makeup
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

lea2012
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Pet products Category: Collars & leashes

povodac

povodac (uzica) vrsta je užeta (ili nekog drugog materijala) koja se pričvrsti na vrat životinje da bi ju se kontoliralo.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hot Doug's Standard Menu

Κατηγορία: Food   1 5 Όροι

Badminton; Know your sport

Κατηγορία: Σπορ   1 23 Όροι