Home > Όροι > Croatian (HR) > rumenilo
rumenilo
Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Personal care products
- Category: Makeup
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Pet products Category: Collars & leashes
povodac
povodac (uzica) vrsta je užeta (ili nekog drugog materijala) koja se pričvrsti na vrat životinje da bi ju se kontoliralo.
Συμβάλλων
Edited by
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)
Wireless technologies(51) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Καλλυντικά(80)