Home > Όροι > Croatian (HR) > rumenilo

rumenilo

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Personal care products
  • Category: Makeup
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankat
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film studies

Neorealizam

Talijanska filmska škola koja se javlja nakon po završetku 2. svjetskog rata. Karakteristike ove filmske škole su priče o radničkoj klasi i ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

7 Retro Cocktails

Κατηγορία: Food   1 7 Όροι

Badel 1862

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι