Home > Όροι > Croatian (HR) > kiselina

kiselina

Tvar koja povećava broj iona vodika u otopini.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Cell biology
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

brankaaa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Acting

podbočen

Položaj u kojem su ruke na kukovima i laktovi savijeni prema vani.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

French Politicians

Κατηγορία: Politics   2 20 Όροι

Nokia's

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 1 Όροι