Home > Όροι > Croatian (HR) > bankomat

bankomat

Kompjuterizirani telekomunikacijski uređaj koji omogućava klijentu financijske institucije pristup financijskim transakcijama u javnom prostoru bez potrebe za blagajnikom, činovnikom ili kasirom.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά Category: Τρομοκρατία

Kambodžanski genocid

"Kambodžanski genocid" bio je niz zatvaranja, mučenja i masovnih ubojstava, grupnih i pojedinačnih, kojima se trenutno sudi na međunarodnom ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fast Food Restaurants

Κατηγορία: Food   1 13 Όροι

Halloween Costumes

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 67 Όροι