Home > Όροι > Croatian (HR) > kompenzator
kompenzator
An accessory, one of various detachable beam-modification devices.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Radiology equipment
- Company: Varian
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting
Vrt zemaljskih naslada
Boschova najpoznatije i najnekonvencionalnija slika, Vrt zemaljskih naslada, naslikana je između 1490. i 1950. godine. Slika, ulje na tri panela, sa ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)