Home > Όροι > Croatian (HR) > sposobnosti

sposobnosti

An individual's abilities as they relate to knowledge, understanding, and skills; see also minimal competence.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasna Kovačević
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

Hanuka

Hanuka je židovski praznik koji traje osam dana, kojim se slavi ponovno posvećenje Svetog hrama u Jeruzalemu. Uobičajeno je paljenje dvetokrakog ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pancakes

Κατηγορία: Food   2 17 Όροι

Wine

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι