Home > Όροι > Croatian (HR) > korelacija
korelacija
A causal, complementary, or reciprocal relationship between two measurable variables. See also statistical correlation.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
azijski jednorog
Poznat i pod imenom saola, azijski jednorog je rijetko viđena vrsta koja živi u Anamitskim kordiljerima na granici Laosa i Vijetnama. Nije poznato da ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)
Organic chemicals(47) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)