Home > Όροι > Croatian (HR) > elektromotorna sila
elektromotorna sila
Potential causing electricity to flow in a closed circuit.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
- Category: Electricity
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
vermicelli
talijanski, crvići Vermicelli su vrlo tanki špageti.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)