Home > Όροι > Croatian (HR) > fibrin
fibrin
A protein in the blood that enmeshes blood cells and other substances during blood clotting.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά Category: Τρομοκρατία
Kambodžanski genocid
"Kambodžanski genocid" bio je niz zatvaranja, mučenja i masovnih ubojstava, grupnih i pojedinačnih, kojima se trenutno sudi na međunarodnom ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Daniel Soto Espinosa
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Moves to strengthen or dismantle climate change policy
Κατηγορία: Politics 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)