Home > Όροι > Croatian (HR) > hipoksično

hipoksično

Having too little oxygen.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Cancer treatment
  • Company: U.S. HHS
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

lea2012
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

Acnestis

Dio tijela koji se ne može doseći (očešati), obično prostor između dvije lopatice.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Cloud Computing

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 4 Όροι

Unusual Sports

Κατηγορία: Σπορ   2 3 Όροι