Home > Όροι > Croatian (HR) > in vitro
in vitro
Postupak koji se provodi u laboratoriju (npr. u staničnoj kulturi).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Stem cell terms
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Stem cell research
- Company: KUMC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Černobil
A disaster which occurred in the Chernobyl power plant in 1986, where one out of four nuclear reactors in the plant exploded, resulting in at least 5% ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Tatevik888
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Journalistic Terms and Expressions
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 12 Όροι
Browers Terms By Category
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)
Organic chemicals(47) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)
Chemistry(8305) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)