Home > Βιομηχανία/Τομέας > Utilities > Gas
Gas
Of or relating to gas that is used in a facility for heat.
Industry: Utilities
Προσθήκη νέου όρουContributors in Gas
Gas
Συμφωνία περιβαλλοντικής δέσμευσης
Utilities; Gas
Συμφωνία για το περιβάλλον που υπογράφεται στην αρχή μιας εργολαβίας.
Τοπική βιοπικιλότητα
Utilities; Gas
Ο αριθμός και η ποικιλία των οργανισμών σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Περιβαλλοντολόγος
Utilities; Gas
Ως περιβαλλοντολόγος ορίζεται ο επιστήμονας ο οποίος εργάζεται για την προστασία του περιβάλλοντος από την καταστροφή και την ...
Κατάλοιπο αποχύμωσης
Utilities; Gas
Ο πολτός που παραμένει μετά την διαδικασία της εξαγωγής του χυμού από το ζαχαροκάλαμο ή από παρόμοια φυτά:χρησιμοποιείται επίσης ως καύσιμο και ως υλικό για την δημιουργία χαρτιού,κτλ. ...