Home > Όροι > Croatian (HR) > mikrofon

mikrofon

Uređaj (transduktor) koji se koristi da konvertira zvučne valove u različite vrste električne struje; obično se spaja na pojačalo te snima ili emitira.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): mic_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Viruses

Ebola virusna bolest

Ebola virusna bolest je ime za humanu virusnu infekciju i bolest koju uzrokuje bilo koji od četiri poznata ebola virusa. Ova četiri virusa su: ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

International Internet Slangs and Idioms

Κατηγορία: Κουλτούρα   2 29 Όροι

Asian Banker Publications

Κατηγορία: Business   1 13 Όροι