Home > Όροι > Croatian (HR) > onihofag

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): nail-biter_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Psychiatry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Birds

škanjac

Škanjac (Buteo buteo) ima perje različitih boja koje variraju od tamnosmeđe do bijele sa svim prijelazima, pokrilje mu ima tamnu karpalnu mrlju, a ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

African dressing

Κατηγορία: Μόδα   3 10 Όροι

Liturgy

Κατηγορία: Θρησκεία   1 17 Όροι