Home > Όροι > Croatian (HR) > onihofag
onihofag
Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): nail-biter_₀
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υγεία
- Category: Psychiatry
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
škanjac
Škanjac (Buteo buteo) ima perje različitih boja koje variraju od tamnosmeđe do bijele sa svim prijelazima, pokrilje mu ima tamnu karpalnu mrlju, a ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)