Home > Όροι > Croatian (HR) > onihofag

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): nail-biter_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Psychiatry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Armana
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup

rumenilo

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Rem Koolhaas

Κατηγορία: Arts   2 9 Όροι

Serbian Monasteries

Κατηγορία: Θρησκεία   1 0 Όροι