Home > Όροι > Croatian (HR) > onihofag

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): nail-biter_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Psychiatry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Antonija Osojnik Petraš
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Νομική Category: Legal

Ustavni sud

Ustavni sud Ukrajine jedino je tijelo ustavne nadležnosti u Ukrajini, u skladu s člankom 147. Ustava Ukrajine. Ustavni sud Ukrajine rješava pitanja o ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Indonesia

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 7 Όροι

Browers Terms By Category