Home > Όροι > Croatian (HR) > racionalizam
racionalizam
A main tenet of the Enlightenment era, meaning a firm trust in the ability of the human mind to solve earthly problems, thereby lessening the role of--and reliance on God as an active force in the ordering of human affairs.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιστορία
- Category: Ιστορία της Αμερικής
- Company: University of Houston
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry
kalopsija
Stanje ili zabluda u kojoj se stvari čine ljepšim nego što stvarno jesu.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top 10 Famous News Channels Of The World
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 2 10 Όροι
ruhiha
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
HealthyWealthyTips- Wheezing or Asthma Remedies!
Κατηγορία: Health 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)