Home > Όροι > Croatian (HR) > potpuno siromaštvo

potpuno siromaštvo

A standard of poverty based on a minimum level of subsistence below which families should not be expected to exist.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Root vegetables

rotkvica

Jednogodišnja ili dvogodišnja biljka (Raphanus sativus) koja pripada porodici krstašica, najvjerojatnije orijentalnog porijekla, uzgaja se radi svog ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mergers and Aquisitions by Google

Κατηγορία: Business   4 20 Όροι

Defects in Materials

Κατηγορία: Μηχανική   1 20 Όροι