Home > Όροι > Croatian (HR) > akcelerator
akcelerator
A device that imparts kinetic energy to charged particles, such as electrons.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Radiology equipment
- Company: Varian
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices
korijander
začin (cijeli ili korijen) Opis: Sjeme korijandera, povezano sa peršinom (vidi svježi listovi). Mješavina limuna, kadulje i okusa kim. Koristi se za: ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)