Home > Όροι > Croatian (HR) > amper
amper
The equivalent of one coulomb per second or the steady current produced by one volt applied across a resistance of one ohm.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment
- Category: Circuit breakers
- Company: Schneider Electric
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body
Mali mozak
Dio mozga smješten u stražnjem dijelu glave između velikoga mozga i moždanoga debla.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
25 Apps That Will Save You Lots of Money
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 25 Όροι
Browers Terms By Category
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)
Culinary arts(4015) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)