Home > Όροι > Croatian (HR) > sposobnosti

sposobnosti

An individual's abilities as they relate to knowledge, understanding, and skills; see also minimal competence.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

banana

Najpopularnije voće na svijetu. Najčešća vrsta u SAD je žuta Cavendish. Beru se zelene i razvijaju bolji okus kad dozriju nakon branja. Dvije slađe ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Heat Treatment

Κατηγορία: Μηχανική   1 20 Όροι

Harry Potter

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 141 Όροι