Home > Όροι > Croatian (HR) > spoj
spoj
Kemijska kombinacija dvaju ili više elemenata, kao što su ugljik i kisik u ugljičnom dioksidu (CO2).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Natural environment
- Category: Climate change
- Company: BBC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry
onihofag
Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
The 10 Worst African Economies
Κατηγορία: Business 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Dating(35)
- Romantic love(13)
- Platonic love(2)
- Family love(1)
Love(51) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)
Real estate(1184) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)