Home > Όροι > Croatian (HR) > spoj

spoj

Kemijska kombinacija dvaju ili više elemenata, kao što su ugljik i kisik u ugljičnom dioksidu (CO2).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Psychiatry

onihofag

Osoba koja stalno grize vlastite nokte (određeno, netko tko pati od onihofagije).

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The 10 Worst African Economies

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι

A Taste of Indonesia

Κατηγορία: Food   1 5 Όροι