Home > Όροι > Croatian (HR) > implantat

implantat

An artificial device, usually made of a metal alloy or ceramic material, that is implanted within the jawbone as a means to attach an artificial crown, denture, or bridge.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Diseases

ćelavost

Medicinski poznata kao alopecija, ćelavost se osnosi na neimanje kose ili imanje malo kose na glavi. Postoje brojne vrste ćelavosti, ali najčešća je ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ciencia

Κατηγορία: Επιστήμη   1 1 Όροι

Basics of CSS

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 8 Όροι