Home > Βιομηχανία/Τομέας > Insurance > Commercial insurance

Commercial insurance

Contributors in Commercial insurance

Commercial insurance

συνασφάλιση

Insurance; Commercial insurance

Ο όρος μιας πολιτικής ασφαλιστικής εταιρείας που προβλέπει ότι η ασφαλιστιή εταιρεία και ο ασφαλισμένος θα μοιρασθούν μεταξύτ ους οιαδήποτε απώλεια που καλύπτεται από την πολιτική σε ένα σταθερό ...

τρέχουσα αξία ρεσυτού

Insurance; Commercial insurance

Η σωστή ή λογική τιμή για την οποία ένα αντικείμενο μπορεί να πουληθεί στην αγορά στις τρέχουσες επιχειρήσεις και όχι με καταναγκαστική ...

ρήτρα εγκατάλειψης

Insurance; Commercial insurance

Μία ρήτρα σε ένα σφαλιστικό συμβόλαο , υπό κάποιες προυποθέσεις, επιτρέπει τον κάτοχο να εγκαταλείψει την χαμένη περιουσία ή αυτή που έχει υποστεί ζημία και ακόμα να ζητήσει ολόκληρο το ποσό της ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Eucharistic Objects

Κατηγορία: Θρησκεία   1 14 Όροι

English Grammar Terms

Κατηγορία: Languages   1 17 Όροι