Home > Όροι > Croatian (HR) > sekta

sekta

A relatively small religious group that has broken away from some other religious organization to renew what it views as the original vision of the faith.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Renata-m-s
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Restaurants Category: Fast food ₁

happy meal

Happy Meals su jela iz McDonald'sa namijenjena djeci. Prvi puta su došla na tržište 1979. Happy Meals se obično sastoje od izbora hamburger ili ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Science Fiction books

Κατηγορία: Arts   2 6 Όροι

Mc Donald's Facts

Κατηγορία: Food   2 9 Όροι