Home > Όροι > Croatian (HR) > simptomatski
simptomatski
Having to do with symptoms, which are signs of a condition or disease.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υγεία
- Category: Cancer treatment
- Company: U.S. HHS
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
donja čeljust
The lower jaw.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)
Anatomy(873) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)