Home > Όροι > Croatian (HR) > simptomatski

simptomatski

Having to do with symptoms, which are signs of a condition or disease.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Cancer treatment
  • Company: U.S. HHS
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

tgersic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: General

donja čeljust

The lower jaw.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The strangest diseases

Κατηγορία: Health   1 23 Όροι

Social Psychology

Κατηγορία: Επιστήμη   2 26 Όροι

Browers Terms By Category