Home > Όροι > Armenian (HY) > գործակալ

գործակալ

1. An entity within the economy that makes economic decisions and engages on economic activity. Used to refer to individual consumers, households, and firms. 2. One who acts on behalf of someone else. 3. In Principal-Agent Theory, the person whose job it is to act to the benefit of someone else (the principal), but who may require some incentive to do so.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Acting

ձեռքերը կանթած

Դիրք, երբ ձեռքերը կոնքամասում են և արմունկներն էլ դուրս են հակված:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Microeconomics

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 19 Όροι

Greatest Actors of All Time

Κατηγορία: Other   1 29 Όροι