Home > Όροι > Armenian (HY) > կաշառք

կաշառք

A payment made to person, often a government official such as a customs officer, to induce favorable treatment.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Acting

ձեռքերը կանթած

Դիրք, երբ ձեռքերը կոնքամասում են և արմունկներն էլ դուրս են հակված:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Investment Analysis

Κατηγορία: Business   2 9 Όροι

10 Best-Selling Beer Brands in The World

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι