Home > Όροι > Armenian (HY) > աշխատանքային ինտենսիվ

աշխատանքային ինտենսիվ

Արտադրական գործընթաց,որը ներառում է համեմատաբար թվով ավելի շատ աշխատողներ,կինտենսիվ կապիտալի հակառակն է:

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Acting

ձեռքերը կանթած

Դիրք, երբ ձեռքերը կոնքամասում են և արմունկներն էլ դուրս են հակված:

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Strange Street Signs

Κατηγορία: Arts   2 7 Όροι

Harry Potter Series

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 8 Όροι