Home > Όροι > Armenian (HY) > միանվագ գումար

միանվագ գումար

A price for a group of goods or services where there is no breakdown of price for the various items

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Λογιστική
  • Category: Tax
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

տպիչ

Հարակից սարքի տեսակ, որը համակարգչային թղթի վրա կամ այլ միջոցների տեղեկատվության կողմից արտադրում է բարդ կրկնօրինակներ:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Anatomy

Κατηγορία: Επιστήμη   1 20 Όροι

Landee Pipe Wholesaler

Κατηγορία: Business   3 3 Όροι