Home > Όροι > Armenian (HY) > ազգային եկամուտ

ազգային եկամուտ

Shorthand for everything that is produced, earned or spent in a country (see GDP and GNP).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tatevik Gyulamiryan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

բանավոր հմտություններ

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most successful child star

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 5 Όροι

Reach for the Moon

Κατηγορία: Other   2 8 Όροι