Home > Όροι > Armenian (HY) > ազգային եկամուտ

ազգային եկամուտ

Shorthand for everything that is produced, earned or spent in a country (see GDP and GNP).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Isanyan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Sociology Category: General sociology

էլեկտրոնային առևտուր

Numerous ways that people with access to the Internet can do business from their computers.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Deadliest Diseases

Κατηγορία: Επιστήμη   1 8 Όροι

HaCLOWNeen

Κατηγορία: Κουλτούρα   219 10 Όροι