Home > Όροι > Armenian (HY) > սկյութ
սկյութ
Իրանակա ցեղախմբին պատկանող քոչվոր ցեղ, որ մ.թ.ա. 8-7-րդ դարերում կենտրոնական Ասիայից ներթափանցել է հարավային Ռւսաստան:
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: proper noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Historical Terms
- Κλάδος/Τομέας: Ιστορία
- Category: Παγκόσμια ιστορία
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
ձեռքերը կանթած
Դիրք, երբ ձեռքերը կոնքամասում են և արմունկներն էլ դուրս են հակված:
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)
Communication(251) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)
Organic chemicals(47) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)