Home > Όροι > Armenian (HY) > հող

հող

One of the factors of production, along with labor, capital and enterprise. Pending colonization of the moon, it is in fairly fixed supply. Marginal increases are possible by reclaiming land from the sea and cutting down forests (which may impose large economic costs by damaging the environment), but the expansion of deserts may slightly reduce the amount of usable land. Owners earn money from land by charging rent.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Drama Category: Acting

ձեռքերը կանթած

Դիրք, երբ ձեռքերը կոնքամասում են և արմունկներն էլ դուրս են հակված:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Venezuelan painters

Κατηγορία: Arts   1 6 Όροι

Saponia Osijek

Κατηγορία: Business   1 28 Όροι