Home > Όροι > Armenian (HY) > պահուստի գործակից

պահուստի գործակից

The fraction of its deposits that a bank holds as reserves.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tatevik Gyulamiryan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

բանավոր հմտություններ

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Spanish Words For Beginners

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 1 Όροι

Cheeses

Κατηγορία: Food   5 11 Όροι