Home > Όροι > Kazakh (KK) > калориметр

калориметр

An insulated vessel for measuring the amount of heat absorbed or released by a chemical or physical change.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Diet

DASH диетасы

The DASH diet is promoted by physicians for people with hypertension (high blood pressure) or prehypertension. Studies sponsored by the National ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Rhetoric of the American Revolution

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι

9 Most Expensive Streets In The World

Κατηγορία: Travel   1 9 Όροι