Home > Όροι > Kazakh (KK) > колонна

колонна

Freestanding or self-supporting structural element carrying forces mainly in compression, whether stone, steel or brick.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Building materials
  • Category: Stone
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

Гурон көлі

The second largest of the Great Lakes of North America, bounded on the west by Michigan (U. S. ) and on the north and east by Ontario (Can. ). The ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christian Iconography

Κατηγορία: Θρησκεία   2 20 Όροι

International Political Economy

Κατηγορία: Politics   1 13 Όροι