Home > Όροι > Kazakh (KK) > декан

декан

An administrative officer in charge of a college, faculty or division in a university.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Κουλτούρα
  • Category: Ανθρωποι
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

синод

A meeting of bishops of an ecclesiastical province or patriarchate (or even from the whole world, e. G. , Synod of Bishops) to discuss the doctrinal ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Goalkeepers in Worldcup 2014

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 9 Όροι

Most Popular Cooking TV Show

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   4 7 Όροι