Home > Όροι > Kazakh (KK) > қолжетімділік

қолжетімділік

A measure of when an application, system, database or service is available for use.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Чернобыль

A disaster which occurred in the Chernobyl power plant in 1986, where one out of four nuclear reactors in the plant exploded, resulting in at least 5% ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

EMA, SmPC and PIL terms in EN, FI

Κατηγορία: Επιστήμη   2 4 Όροι

Notorious Gangs

Κατηγορία: Other   2 9 Όροι