Home > Όροι > Kazakh (KK) > локаут

локаут

A temporary withholding or denial of employment during a labor dispute in order to enforce terms of employment upon a group of employees. A lockout is initiated by the management of an establishment.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones

iPhone 4

The latest Apple iPhone as of June 15, 2010. iPhone 4 comes with such features as FaceTime, Retina display, multitasking, HD video, and a 5-megapixel ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mobile phone

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 8 Όροι

Joiner Hardware in Relation to Timber Doors and Windows

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι