Home > Όροι > Macedonian (MK) > засилувач

засилувач

A device used to boost the strength of an electronic signal.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία
  • Category: Δορυφόροι
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mirjana Karanfiloska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

биста

A sculpted or painted portrait that comprises the head, shoulders and upper arms of the subject.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sleep disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι

Serbian Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι