Home > Όροι > Macedonian (MK) > зајакне

зајакне

To make something sound louder.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Drama
  • Category: Opera
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Smoking equipment

ззпалка

Запалката е преносливо средство кое се користи за генерирање на пламен. Таа се состои во контејнер со запалива течност, средство за палење, и некои ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

MWC 2015

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 2 Όροι

Scandal Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι