Home > Όροι > Macedonian (MK) > антиаритмик (лек)
антиаритмик (лек)
A drug that prevents an abnormal heart rhythm from occurring. These drugs help the heart beat more regularly.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)
Παιχνίδια(1301) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)