Home > Όροι > Macedonian (MK) > напад

напад

an aggressive, high-speed jump away from other riders.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Σπορ
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosophist

Лицето кое е господар на вечера маса разговор.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

HTM49111 Beverage Operation Management

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 9 Όροι

Modern Science

Κατηγορία: Επιστήμη   1 10 Όροι